-
1 κορμί
τό1) туловище; тело; корпус (тж. животного); торс (человека);έχω ωραίο κορμί — иметь красивую фигуру;
2) (человеческое) тело;πέσανε πολλά κορμίά σ' αυτή τη μάχη — много полегло (людей) в этом сражении;
§
χαμένο κορμί — никчёмный, пропащий человек -
2 λεκτικό(ν)
το стиль речи, письма; манера говорить, писать;έχω ωραίο λεκτικό(ν) — уметь хорошо говорить, писать
-
3 λεκτικό(ν)
το стиль речи, письма; манера говорить, писать;έχω ωραίο λεκτικό(ν) — уметь хорошо говорить, писать
См. также в других словарях:
καλλιγραφώ — (AM καλλιγραφῶ, έω) [καλλιγράφος] έχω ωραίο γραφικό χαρακτήρα, είμαι καλλιγράφος αρχ. 1. γράφω με γλαφυρότητα ύφους 2. βάφω προσεχτικά το πρόσωπο («τὸ πρόσωπον περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῑ, φύκει πυρσαίνει», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… … Dictionary of Greek
φιλοκαλώ — φιλοκαλῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόκαλος] έχω την αίσθηση τού ωραίου σε όλες του τις εκφάνσεις, αγαπώ το ωραίο, έχω καλαισθησία μσν. αρχ. διακοσμώ με καλαισθησία («φιλοκαλήσας τά τετράπυλα μαρμάροις», Μαλάλ. Ι.) αρχ. 1. επιδιώκω να τιμηθώ για κάτι («εἰς… … Dictionary of Greek
ευχροώ — εὐχροῶ, έω (Α) [εύχρους] έχω καλή, υγιή όψη, ωραίο χρώμα … Dictionary of Greek
κάτι — (I) (Μ κάτι και ὁκάτι[ν]) (αόρ. αντων. κοινού γένους και αριθμού η οποία απαντά στην ονομ. και αιτ.) 1. κάποιος, κάποια, κάποιο («έχω κάτι να σού δώσω») 2. (ως επίρρ.) λίγο, κάπως («αυτά τα ρούχα είναι κάτι καλύτερα από τα άλλα») νεοελλ. 1. ως… … Dictionary of Greek
φιλοκαλώ — αμτβ., αγαπάω το ωραίο, έχω αίσθηση του ωραίου, είμαι φιλόκαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)